- ρεοτροπισμός
- ο, Νβιολ. κινητική αντίδραση που προκαλείται και κατευθύνεται από τη διεύθυνση τού ρεύματος στα υδρόβια ζώα και διακρίνεται σε θετικό, όταν ένα ζώο ακολουθεί την κατεύθυνση τού ρεύματος, και σε αρνητικό, όταν ανεβαίνει αντίθετα στο ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheotropism (< ῥέος < ῥέω + τρόπος + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.